- ουμανιστικός
- [уманистикос] εκ. гуманный, человечный, человеколюбивый,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ουμανιστικός — ή, ό [ουμανιστής] ανθρωπιστικός, σχετικός με τον ουμανισμό … Dictionary of Greek